- σπερματοκτόνο
- το, Νιατρ. χημική ουσία η οποία, όταν εφαρμοστεί τοπικά στον κόλπο τής γυναίκας, καταστρέφει τα σπερματοζωάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spermicide < spermi- (< σπέρμα) + -cide (< λατ. cido «φονεύω»), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το -κτόνο (< κτείνω)].
Dictionary of Greek. 2013.